- διάκοιλος
- διάκοιλος, -ον (Α) [κοίλος]εντελώς κούφιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάκοιλος — quite hollow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοιλον — διάκοιλος quite hollow masc/fem acc sg διάκοιλος quite hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοιλοι — διάκοιλος quite hollow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek